Η ΟΜΙΛΙΑ TOY ΕΛΕΥΣΙΝΙΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΕΠΑΛ ΛΕΥΚΑΔΑΣ
ΣΤΑΜΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
ΣΤΗΝ ΝΙΚΙΑΝΑ
ΛΕΥΚΑΔΑΣ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΣΤΙΣ 14-7-12
Στην ετήσια εορτή μνήμης και τιμής, παρουσιάζεται η
ιστορική αναφορά στην Νίκη του 1807, όπου επιχείρησε επί ένα εξάμηνο ο Αλή
Πασάς να καταλάβει το νησί (τον προμαχώνα και το ορμητήριο των Αγωνιστών), αφού
πλέον είχε αλώσει το Σούλι.
Η ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΩΝ ΟΠΛΑΡΧΗΓΩΝ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑΔΑ (1807) ΚΑΙ Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
Η Λευκάδα όλα αυτά τα χρόνια, λόγω της
θέσεώς της, στάθηκε το πιο κοντινό και σίγουρο καταφύγιο της αδούλωτης
κλεφτουριάς. Συνάμα ήταν και το ορμητήριο των Αγώνων για την Ήπειρο ή για την
Ρούμελη. Από δω ξεκίναγαν οι Αγωνιστές για επιθέσεις εναντίον του Αλή πασά, γι’
αυτό και την είχε βάλει αυτός στο μάτι. Έψαχνε την ευκαιρία λοιπόν να επιτεθεί
στην Λευκάδα, αφού το Σούλι το είχε ήδη αλώσει.
Ο Κορσικανός στρατηγός του Ναπολέοντα, ο
Σεμπαστιάνι, αναλαμβάνει πρεσβευτής στην Κων/πολη το 1806, με σκοπό να
διασπάσει την εύθραυστη Ρωσο-Τουρκική συνεννόηση και να προκαλέσει πόλεμο
Ρωσίας-Τουρκίας. Πράγματι, αρχίζει το 1807 ο 9ος Ρωσοτουρκικός
πόλεμος που θα διαρκέσει έως το 1812. Γάλλοι και Ρώσοι πολεμούν ήδη στην
Δαλματία. Στα πλαίσια της συμμαχίας Ναπολέοντα και Σουλτάνου, ο Αλή Πασάς
πρότεινε τότε στους Γάλλους την οργάνωση ενός αντιπερισπασμού με επίθεση στην
Λευκάδα. Με τον αντιπερισπασμό αυτόν θα υποχρεωνόταν ο Ρωσικός στρατός να
αποσπάσει δυνάμεις από την Κέρκυρα προς την Λευκάδα, και δεν θα διετίθεντο στο
κύριο μέτωπο της Ρωσο-Γαλλικής αναμέτρησης στην Δαλματία.
Η Ρωσική ναυτική μοίρα της Μεσογείου,
συνολικά 40 πλοία, είχε ήδη συγκεντρωθεί στην Κέρκυρα. Το Αγγλο-Ρωσικό πολεμικό
σχέδιο ήταν να προσβάλουν την Κων/πολη από θαλάσσης και μετά να επιχειρήσουν
απελευθέρωση της Πελοποννήσου, με την βοήθεια των Ελλήνων Οπλαρχηγών. Διοικητής
του Ρωσικού σώματος στα Επτάνησα ήταν ο υποστράτηγος Εμμανουήλ Παπαδόπουλος,
που είχε σχηματίσει μια λεγεώνα Ελλήνων από Σουλιώτες και Ρουμελιώτες.
Τότε επιδόθηκε στην Επτάνησο Πολιτεία
διακοίνωση του μεγάλου Βεζίρη, που καλούσε την Πολιτεία να μην παρέχει βοήθεια
στην Ρωσία, αλλιώς θα αποσυρόταν η προστασία της Πύλης και θα εθεωρείτο η
Επτάνησος εχθρός.
Ο Αλή πασάς, χωρίς να περιμένει την γαλλική
απάντηση, άρχισε αμέσως να συγκεντρώνει δυνάμεις, πυροβόλα και πυρομαχικά στην
απέναντι ακτή, προετοιμάζοντας εισβολή στο νησί. Ήταν Δεκέμβριος του 1806 και
έως τον Φεβρουάριο του 1807 αποτελείωσε και δυνάμωσε με κανόνια το φρούριο του
Αγίου Γεωργίου. Για την υπεράσπιση της Λευκάδας στάλθηκαν από την Ζάκυνθο και
την Κέρκυρα 4 λόχοι Ελλήνων στρατιωτών, που υπηρετούσαν στον Ρωσικό στρατό (ήταν
οι Ρώσοι «κυνηγοί») με τον στρατηγό Στάτερ, και στρατολογήθηκαν 288 Σουλιώτες
και Αρματολοί που ζούσαν με τις οικογένειές τους στο νησί (αφότου έπεσε το
Σούλι στα 1803).
Ο Ρώσος διοικητής Στάτερ στην Λευκάδα
είχε ήδη αρχίσει την κατασκευή πρόσθετων οχυρωματικών έργων. Τότε
κατασκευάστηκε το φρούριο «Αλέξανδρος», που εξοπλίστηκε με 4 τηλεβόλα. Η θέση
του ήταν σχεδόν απέναντι στο φρούριο του Αγ. Γεωργίου και συνετέλεσε
αποφασιστικά στην άμυνα της Λευκάδας.
Συγχρόνως Αγγλικά και Ρωσικά πλοία
προκαλούν πανικό στην Κων/πολη. Ο Γάλλος στρατηγός της νίκης στο Αούστερλιτς, ο
Σεμπαστιάνι, ανέλαβε την οχύρωση της Πόλης, και κατάφερε να αναγκάσει σε
υποχώρηση τον Αγγλικό στόλο.
Ο Ναπολέων εγκρίνει τα σχέδια του Αλή
για εισβολή στην Λευκάδα, και στέλνει από την Νεάπολη (της Ιταλίας) με δύο
πλοία του Κεφαλλονίτη Βούρβαχη, 20 πυροβολητές, 4 πυροβόλα και 3000 οβίδες. Στέλνει
επίσης αξιωματικούς για να εκπαιδεύσουν τον στρατό του Αλή, με επικεφαλής τον
συνταγματάρχη Νίκο Παπάζογλους-Τσεσμελή. Αυτός διέταξε να ανεγερθεί οχυρό στην
θέση Καστρί της Ακαρνανίας (είναι το «φρούριο του Τεκέ»), που ολοκληρώθηκε στις
5 Μαρτίου 1807. Πάνω του εγκατέστησε τα 4 πυροβόλα που έφτασαν από την Νεάπολη
και βομβάρδιζε ανηλεώς τις θέσεις των αμυνομένων στην Λευκάδα.
Η εισβολή στο νησί αναμενόταν από μέρα
σε μέρα. Το νησί ήταν ολότελα αποκλεισμένο από την στεριά και η τροφοδοσία είχε
γίνει προβληματική.
Ο στρατηγός Σεμπαστιάνι πρότεινε
παράλληλα στον Σουλτάνο Σελίμ, για να αποτραπεί η πιθανή Ρωσική απόβαση στην
Πελοπόννησο, να διοριστεί ο γιός του Αλή, ο Βελής, Πασάς της Πελοποννήσου.
Πράγματι αμέσως έφυγε ο Βελής με δύναμη 12.000 Αλβανών, αλλά τούτο είχε ως
συνέπεια να ανασταλεί η επίθεση στην Λευκάδα, αφού αδυνάτισε εκεί η δύναμή
τους. Τότε επιχειρούν γενική επίθεση οι Έλληνες με τους Ρώσους κατά του
φρουρίου «Τεκέ» (στις 22 Μαρτίου), με 250 στρατιώτες, με το τάγμα των Αρματολών
και με 150 Λευκαδίτες εθελοντές. Η επίθεση πέτυχε, καταλήφθηκε προσωρινά το
οχυρό, απεχώρησαν όμως την νύχτα. Οι Αλβανοί είχαν 100 νεκρούς, ενώ οι Έλληνες μόλις
4 και οι Ρώσοι 2.
Ταυτόχρονα η Επτάνησος Πολιτεία οργάνωσε
αντιπερισπασμό στα νώτα των δυνάμεων του Αλή, με επιθέσεις του Κατσαντώνη και
του Μπότσαρη, που δημιούργησαν στρατόπεδο στα Άγραφα. Από το μέτωπο της
Λευκάδας αποσπάστηκε έτσι άλλη μια δύναμη 4000 Τουρκαλβανών για να τους
αντιμετωπίσει.
Εν τω μεταξύ ο Ρωσικός στόλος
καταλαμβάνει την Τένεδο (22 Απριλίου), ενώ στην Κων/πολη γίνεται συνωμοσία με
στάση των Γενιτσάρων, που συνέλαβαν και φυλάκισαν τον Σελίμ (29 Μαΐου),
υπεχρέωσαν δε τον Σεμπαστιάνι να φύγει από την Πόλη.
Ο Αλή όμως είναι αποφασισμένος να
καταλάβει την Λευκάδα. Συγκεντρώνει νέο ασκέρι με 5000 πεζούς και 6000 ιππείς
Αλβανούς. Μαζί ακολουθούσαν 50 Γάλλοι με 18 κανόνια. Διοικητή ορίζει τον
δεύτερο γιό του. Λεηλάτησαν την Πρέβεζα και την Βόνιτσα, ενώ η επίθεσή τους
προηγουμένως στην Πάργα είχε αποκρουσθεί, διότι στάλθηκαν από την Κέρκυρα 1000
πολιτοφύλακες και 200 Σουλιώτες.
Στις 21 Μαΐου η Ιόνιος Γερουσία διορίζει
γενικό επίτροπο για την άμυνα της Λευκάδας τον Καγκελάριο Ιωάννη Καποδίστρια,
που μόλις είχε παραιτηθεί, διότι η Γερουσία χειραγωγούμενη από τον αρμοστή του
Τσάρου, τον Μοντσενίγο, δίσταζε να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία. Η αποστολή
του Καποδίστρια επεβλήθη, επειδή δεν μπορούσαν να συνεργασθούν ο Ρώσος στρατηγός
Στάτερ και ο Έλληνας πολιτικός διοικητής της Λευκάδας Στυλιανός Βλασσόπουλος.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας φθάνει στην
Λευκάδα στις 27 Μαΐου, και περνά τις δύο πρώτες νύχτες στα χαρακώματα, καθώς
αναμενόταν απόβαση των Τουρκαλβανών. Μαζί του ήρθε και ο αδελφός του
Αυγουστίνος Καποδίστριας, και οι νεαροί ακόλουθοί του Κερκυραίοι, Καβάσιλας,
Καραντινός και Βάρθης. Συνεχείς ήσαν οι κανονιοβολισμοί των Τουρκαλβανών κατά
του φρουρίου «Αλέξανδρος», προετοιμάζοντας την απόβαση, ενώ οι Έλληνες
απαντούσαν με τα κανόνια του φρουρίου της Αγίας Μαύρας.
Ταυτόχρονα σχεδόν με τον Καποδίστρια
καταφθάνουν στην Λευκάδα το σύνολο της δύναμης της εθνοφρουράς της Ζακύνθου,
καθώς και το Ρωσικό απόσπασμα με τον Εμμ. Παπαδόπουλο. Ένα μήνα πριν είχε
φθάσει στην Λευκάδα απεσταλμένος της Γερουσίας και ο τέως Μητροπολίτης
Άρτας-Ναυπάκτου Ιγνάτιος, φλογερός πατριώτης, που τον υποδέχθηκε ο εδώ
Μητροπολίτης Παρθένιος Κονιδάρης. Μαζί του είχε φέρει και σώμα Ηπειρωτών και
Σουλιωτών, με οπλαρχηγούς όπως τον Γιάννη Μπουκουβάλα.
Η επικείμενη εισβολή είχε προκαλέσει
πανικό στον πληθυσμό του νησιού, που προσπαθούσαν να το εγκαταλείψουν. Τότε ο
Καποδίστριας φανερώνει την οργανωτική και στρατιωτική του ιδιοφυΐα (πέραν της
πολιτικής και διπλωματικής του ικανότητας). Απαγορεύει κάθε μετακίνηση των
κατοίκων, πραγματοποιεί γενική επιστράτευση της εθνοφυλακής, στρατολογεί αμέσως
τρεις νέους λόχους από Ρουμελιώτες που είχαν καταφύγει στα νησιά, και δύο νέα
τάγματα, ένα καθαρά Μανιάτικο και ένα μικτό Μωραΐτικο με αρχηγό τον
Αναγνωσταρά, στο οποίο υπηρετούσαν οι Πετμεζαίοι, ο Νικηταράς, κτλ., ενώ με
αυτούς συνέπραξε και ο Κολοκοτρώνης.
Ο Καποδίστριας δημιούργησε και ναυτική
δύναμη Ιονίου Πολιτείας μισθώνοντας 9 πλοία. Στο ένα ηγούνταν ο Κολοκοτρώνης.
Στην άμυνα της Λευκάδας οικοδομήθηκε πολύ στενή φιλία του Κολοκοτρώνη με τον
Καποδίστρια, ώστε έγιναν τελικά «βλάμηδες».
Ο Καποδίστριας προσέδωσε στο ζήτημα της
άμυνας της Λευκάδας, που αποτελεί υπόδειγμα παλλαϊκής άμυνας, όχι μόνο
παν-ιόνιες, αλλά πανελλήνιες διαστάσεις. Απευθύνθηκε σε όλες στις δυνάμεις του
Έθνους για την αντιμετώπιση του εχθρού, διεγείροντας τον πατριωτικό ενθουσιασμό
και το αίσθημα της αυτοθυσίας.
Πριν ξεκινήσει για την Λευκάδα, είχε
στείλει από την Κέρκυρα τον ταγματάρχη Χρ. Περραιβό με δύναμη 250 ανδρών, όπου ανήκαν
επίσης καπεταναίοι όπως ο Νικόλας Τζαβέλας, γιός του Φώτη Τζαβέλα, ο
Αβατσιώτης, ο Βαράχας, ενώ ο Ιγνάτιος έφερε 400 Σουλιώτες. Η συνολική δύναμη
του νησιού έφτασε τελικά τους 2000 άνδρες, που ήσαν Κεφαλλήνες, Ιθακήσιοι, Ζακύνθιοι,
Λευκάδιοι, Ακαρνάνες Ρουμελιώτες, Μανιάτες και Μωραΐτες, Σουλιώτες και
Αρματολοί, καθώς και Ρώσοι. Το γενικό στρατόπεδο στήθηκε στην πεδιάδα της Κατούνας.
Ο Ιγνάτιος ανέλαβε να οργανώσει δίκτυο
πληροφοριών και κατασκοπείας στο έδαφος του εχθρού, με τους μοναχούς, τους
παπάδες και τους πιστούς. Στο μέτωπο της προπαγάνδας ο Καποδίστριας άρχισε να
συντάσσει και να εκδίδει τακτικά εφημερίδα με τα νέα των επιχειρήσεων, ώστε να
ενημερώνεται ο πληθυσμός. Με παλλαϊκή συμμετοχή επισκεύασε το φρούριο της Αγίας
Μαύρας, προσθέτοντας προμαχώνες και κανονιοστοιχίες, ενώ σε χρόνο μηδέν
κατασκεύασε νέο οχυρό στο στενό με την ηπειρωτική ακτή, που ονόμασε
«Κωνσταντίνος». Ανασκάφηκε επίσης αμυντική τάφρος μήκους 2 μιλίων, που χώρισε
οριστικά την Λευκάδα από την Ακαρνανία.
Στα έργα επιστρατεύθηκαν όλοι οι
κάτοικοι, αριστοκράτες και λαϊκοί, πλούσιοι και φτωχοί, αγρότες και αστοί,
γυναίκες και παιδιά, που έσκαβαν μέρα-νύχτα αμισθί, αψηφώντας τα εχθρικά πυρά.
Έσπευσαν ακόμα 300 εθελοντές από την Κεφαλλονιά, 100 από την Ιθάκη, και 800 από
την Ζάκυνθο. Τα Κεφαλονίτικα πλοία μετέφεραν δωρεάν ξυλεία για τα αμυντικά
έργα.
Παράλληλα ο Καποδίστριας αναμόρφωσε το
ρωσικό νοσοκομείο, όπου μπορούσαν να νοσηλευθούν 200 άτομα, και ίδρυσε νέο
κρατικό πολυϊατρείο 18 κρεβατιών για τους τραυματίες των μαχών.
Στις 4 Ιουνίου μπήκε στο στενό μια
ρωσική φρεγάτα, βομβάρδισε και κατέστρεψε το φρούριο του «Τεκέ», και υποχρέωσε
τους Αλβανούς να το εγκαταλείψουν. Έτσι έπαψε η δυνατότητα κάλυψης της απόβασης
με πυρά πυροβολικού. Την ίδια μέρα προσέτρεξαν από τον Κάλαμο και οι οπλαρχηγοί
Καραΐσκος και Βαρνακιώτης με 200 άνδρες, «επιθυμούντες να διαμοιραστούν την
δόξαν και τον κίνδυνον των άλλων Ελλήνων».
Το στρατηγικό μυαλό του Καποδίστρια
οργάνωσε επίσης αντιπερισπασμούς στα νώτα του Αλή, για να απαλλάξει την Λευκάδα
από την πολιορκία. Συντονίζοντας με τον Ιγνάτιο τις επιθέσεις του Μπότσαρη, του
Κατσαντώνη, των Τζαβελέων και άλλων, πέτυχε η μισή δύναμη του Αλή να αποσπαστεί
για να καταδιώκει τους επιδρομείς. Το κυριότερο δε ήταν το χτύπημα του ανεφοδιασμού
του στρατοπέδου του Αλή.
Από εφημερίδα της 17ης
Ιουνίου διαβάζουμε: «Στις 13 Ιουνίου στάλθηκαν 5 άνδρες του καπετάν Λεβεντάκη
για ανίχνευση στην απέναντι ακτή, όπου συνέλαβαν έναν Γάλλο πυροβολητή.
Ανακρινόμενος αυτός είπε, ότι στο στρατόπεδο απέναντι από την Αγία Μαύρα
υπάρχουν πια 1.800 άνδρες και ότι η θέση τους είναι δυσχερέστατη, λόγω έλλειψης
βασικών ειδών, αλλά και της διχόνοιας μεταξύ αρχηγών και στρατιωτών. Το σώμα
των αρματολών που βρίσκεται στους εχθρικούς τόπους, άλλοτε ενώνεται και άλλοτε
διαμοιράζεται, εμποδίζοντας τις επικοινωνίες του εχθρού και την μεταφορά των
προμηθειών…».
Λίγες ημέρες αργότερα οι Γάλλοι
απεσύρθησαν από το μέτωπο της Λευκάδας, ακολουθώντας την αποχώρηση του
Σεμπαστιάνι από την Πόλη. Τότε οι επιχειρήσεις περνούν απέναντι στην ηπειρωτική
ακτή, ενώ επιτιθέμενοι είναι τώρα οι Έλληνες. Συγχρόνως στις 30 Ιουνίου σε
ναυμαχία μεταξύ Τενέδου και Λήμνου ο Ρώσος ναύαρχος Σινιάβιν καταστρέφει τον
Τουρκικό στόλο.
Η αποχώρηση του Αλή και των Γάλλων από
το μέτωπο σήμανε και την λήξη του συναγερμού. Οι Έλληνες είχαν νικήσει. Στις 7
Ιουλίου 1807 ο Καποδίστριας οργάνωσε για τα επινίκια ένα κοινό δημόσιο γεύμα,
για να επιδείξει σε όλους ότι η βάση της άμυνας ήταν η πατριωτική ισότητα, η
ενότητα και η ομόνοια. Αυτή η επίσημη εκδήλωση ήταν η ηθική επιβράβευση για όσα
προσέφερε ο κάθε πολίτης για την αποτροπή της εισβολής. Η εορταστική εκδήλωση
έγινε στην παραλία του Μαγεμένου στην Νικιάνα, «υπό την σκιάν μεγάλης και
πολυκλάδου καρυάς». Ήταν εκεί μαζεμένοι εκτός από τους Σουλιώτες και οι
καλύτεροι καπεταναίοι και κλέφτες της Ηπείρου και της Ρούμελης. Οι Κατσαντώνης,
Λεπενιώτης, Κολοκοτρώνης, Φώτος Τζαβέλας, Κίτσος και Νότης Μπότσαρης,
Καραΐσκος, Βαρνακιώτης, Γρίβας, Περραιβός, Ζέρβας, Φαρμάκης, Τσόγκας, Στράτος,
Μπουκουβάλας, Πουλής, Χορμόβας, Αναγνωσταράς, οι δυο Κοντογιανναίοι και άλλοι
400, καθώς και ο Ιγνάτιος και ο Παρθένιος.
Σε αυτό το γλέντι της νίκης,
«υπενθυμίζον μοι τα συμπόσια των Ομηρικών ηρώων, επηκολούθησαν ηρωικά άσματα
και χοροί…», καθώς γράφει ο Καποδίστριας, απευθυνόμενος δε στους Καπεταναίους
έκανε την περίφημη πρόποση: «ελπίζω η πατρίς να σας καλέσει συντόμως δια σκοπόν
πολύ υψηλότερον». Ο Κατσαντώνης έπειτα «ενεργών εκ μέρους απάντων των
οπλαρχηγών, ωρκίσθη να μην καταθέσει τα όπλα πριν ίδη την ανεξαρτησίαν της
Ελλάδος». Η Μεγάλη Ιδέα λοιπόν της απελευθερώσεως της Ελλάδος ήταν ήδη ζωντανή.
Την συνέλευση αυτή των Οπλαρχηγών στην
Λευκάδα με οργανωτή την ηγετική μορφή του Καποδίστρια και τον όρκο που έδωσαν
για την ελευθερία της πατρίδος, τα διέσωσε η προφορική παράδοση, αλλά και ο
Πουκεβίλ, και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο οποίος γράφει:
«Το
μεγαλύτερον, το θαυμαστότερον, το ελληνικότερον κατόρθωμα του αειμνήστου
Καποδιστρίου υπήρξεν η εν Λευκάδι συγκέντρωσις όλων των ενδοξωτέρων καπετανάτων
της Ρούμελης προς υπεράσπισιν της κινδυνευούσης Λευκάδος. Και ο αδελφικός
σύνδεσμος όστις προέκυψεν εκ της συγκεντρώσεως ταύτης μεταξύ των σημαντικοτέρων
οπλαρχηγών της δουλωμένης Ελλάδος. Οι κλέφται μετεμορφώθησαν εις κλεφτουριάν,
δηλαδή απέβαλον την ιδέαν της ατομικής κεχωρισμένης κατά των εχθρών αντιδράσεως
και συνησπίσθησαν και συνετάχθησαν υπό την αρχηγίαν του Κατσαντώνη εις στρατόν
εθνικόν, με έν και μόνον σύνθημα, άσπονδον κατά των τυράννων της πατρίδος
πόλεμον, με ένα και μόνον σκοπόν, την απελευθέρωσιν της βασανιζομένης μητρός
των».
Εκείνη την στιγμή όμως δεν γνώριζε ο
Καποδίστριας την προδοσία του Τσάρου, που παρέδωσε την Επτάνησο Πολιτεία στον
Ναπολέοντα με την συνθήκη του Τιλσίτ (8 Ιουλίου 1807). Στην Λευκάδα, ο
Καποδίστριας, ο Ιγνάτιος, ο στρατηγός Παπαδόπουλος και οι Οπλαρχηγοί σχεδίαζαν
επίθεση στον Αλή με κέντρο την ανακατάληψη του Σουλίου, όταν τους βρήκαν τα
μαύρα νέα. Ούτε επίσης γνώριζαν ότι η Γερουσία της Επτανήσου είχε κηρύξει τον
πόλεμο στην Γαλλία. Η κήρυξη του πολέμου κατά της Γαλλίας, που επέβαλε ο
Μοντσενίγος, έβαλε τα Επτάνησα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων του Τιλσίτ.
Όμως η Ιόνιος Πολιτεία ήταν ανεξάρτητο Κράτος. Αν δεν είχε κηρύξει τον πόλεμο
στην Γαλλία, ο Τσάρος δεν θα είχε δικαίωμα να διαπραγματευθεί, ούτε να
παραχωρήσει τα Επτάνησα. Ο Τσάρος λοιπόν καθοδήγησε τον Μοντσενίγο… Για να
καταληφθούν τα Επτάνησα κατόπιν από τους Άγγλους, έπρεπε να παραχωρηθούν στους
Γάλλους… Οι «Ρωσοαγγλογάλλοι» της Επτανήσου ολοκλήρωσαν το έγκλημα…
Οι πατριώτες, Καποδίστριας, Ιγνάτιος και
Καπεταναίοι έμειναν με το όραμα της Ανεξαρτησίας. Η Μεγάλη Ιδέα ήταν πολύ κοντά
στην πραγματοποίησή της το 1807, διαρκούντος του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου, ενώ
βρισκόταν σε εξέλιξη η Σερβική Επανάσταση, και ενώ η στρατιωτική κατάσταση των
Ελλήνων ήταν 100 φορές καλύτερη από το 1821, διότι υπήρχε έτοιμος στρατός που
υπηρετούσε στους Ρώσους και στους Γάλλους. Ο Τουρκικός στόλος είχε καταστραφεί,
η Ιόνιος Πολιτεία θα διέθετε όπλα και πυρομαχικά (που νόμιμα μπορούσε να
προμηθευτεί), ζούσαν δε οι μεγάλοι Πολέμαρχοι Κατσαντώνης και Νικο-Τσάρας. Αν
λοιπόν δεν είχαν παραδοθεί τα νησιά στους Γάλλους, αν ο Τσάρος δεν είχε
προδώσει τους Έλληνες, αλλά χτυπούσε τους Τούρκους στην Πελοπόννησο, όπως ήταν
ο αρχικός σχεδιασμός, ενώ η Επτάνησος θα χτυπούσε τον Αλή Πασά, τότε η
απελευθέρωση θα είχε αρχίσει 14 χρόνια νωρίτερα. Η επανάσταση ήταν έτοιμη και ιδεολογικά
και πολιτικά το 1807. Τα δύο μεγάλα πολιτικο-ιδεολογικά ντοκουμέντα αυτής της
εποχής είναι η «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου του Έλληνος και ο
«Ρωσοαγγλογάλλος».
Ο ίδιος επαναστατικός μηχανισμός, οι
ίδιοι άνθρωποι, σε διαφορετικές πολιτικές συνθήκες, οργάνωσαν την επιχείρηση
και το 1821. Ο Καποδίστριας ήταν πάντοτε ο ιθύνων νους. Έφθασε το 1815 να γίνει
Υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου. Σήμερα ο γνωστός Κίσινγκερ γράφει μελέτη για
τον Καποδίστρια και τον Μέττερνιχ, αποδεικνύοντας πόσο σπουδαία προσωπικότης
διεθνούς και διαχρονικής εμβέλειας είναι ο πρώτος Κυβερνήτης του νέου Ελληνικού
Κράτους.
Στην Λευκάδα το 1971 στήθηκε αναμνηστική
στήλη στου Μαγεμένου, για να τιμηθεί η προεπαναστατική συγκέντρωση των
Οπλαρχηγών το 1807, και κάθε χρόνο τον Ιούλιο οργανώνεται εκδήλωση τιμής.
Βιβλιογραφία:
«Η
Επανάσταση των Φιλογενών, 1821», Σπύρου Χατζάρα, Αθήνα 2011.
«Ο
Καποδίστριας και η συγκέντρωση των κλεφταρματολών στου Μαγεμένου στη Λευκάδα,
το 1807», Δημοσθένη Κουνιάκη, Αθήνα 1973.
«Παράκτιος
έλεγχος και προστασία της Λευκάδας κατά το διάστημα 1800-1807», Μαρία
Λαμπρινού, Αρχαιολογία και Τέχνες, τχ.108.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου