Γράφει η
Απρόβλεπτη χαρακτηρίζει την ΕΕ ο γνωστός Ρώσος πολιτικός και πρόεδρος του Συμβουλίου Διεθνών Υποθέσεων, Ίγκορ Ιβανόφ, με αφορμή τους χειρισμούς της στην Κύπρο. Τονίζει επίσης, ότι αυτό συνέβαλε στην αύξηση της δυσπιστίας προς τις Βρυξέλλες, ενώ προειδοποιεί με «αντίμετρα».
To Ρωσικό Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων (ΡΣΕΥ) πραγματοποίησε στις 21 Μαρτίου 2013 στη Μόσχα, συνέδριο με θέμα «Ρωσία και Ευρωπαϊκή Ένωση: Ευκαιρίες για συνεργασία». Για τα βήματα που θα πρέπει να γίνουν προκειμένου να βελτιωθούν οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ, για τις αιτίες που γεννούν την έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο πλευρές, και για το πώς θα μάθουν να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο, μιλάει στη συνέντευξή του, ο πρόεδρος του ΡΣΕΥ, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Ίγκορ Ιβανόφ.
ΕΡ: Εκτιμάτε ότι οι διαφορές της Ρωσίας με την ΕΕ μπορεί να οδηγήσουν σε μια νέα «ψυχροπολεμική» εποχή;
ΑΠ: Το συνέδριο που κάναμε, έγινε με αφορμή τη 10η επέτειο της ρωσο-ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής, το Μάϊο του 2003. Γιατί πήραμε σαν σημείο αναφοράς αυτό το γεγονός; Ήμουν σε εκείνη τη σύνοδο, στην οποία μάλιστα συμμετείχαν ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, οι ηγέτες όλων των κρατών-μελών της ΕΕ και των δέκα υποψηφίων κρατών-μελών της ΕΕ. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Διότι θυμάμαι το μεγάλο ενθουσιασμό που επικρατούσε 10 χρόνια πριν, τις συναντήσεις που έδιναν την εντύπωση γιορτής, και μιας εικόνας ενότητας. Μάλιστα, πολλοί θεώρησαν ότι στη σύνοδο αυτή έγινε η πραγματική λήξη του ψυχρού πολέμου και ανοίξαμε μια νέα σελίδα στην ιστορία της Ευρώπης. Δυστυχώς, η συγκεκριμένη διαδικασία, αντί να ενδυναμώνει, άρχισε σιγά – σιγά να φθίνει και να ξεθωριάζει.
ΕΡ: Τι συνέβη και δεν προχώρησε;
ΑΠ: Σήμερα ήρθαμε σε μια κατάσταση, στην οποία οι εμπορικές και οικονομικές σχέσεις αναπτύσσονται και οι επιχειρήσεις ολοένα περισσότερο αναζητούν ευκαιρίες για συνεργασία. Και αυτή η αναζήτηση γίνεται σε διπλή κατεύθυνση: Τόσο από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στη Ρωσία, όσο και από το ρωσικό επιχειρείν στην ΕΕ.
Για εμάς, η Ευρώπη είναι ο κύριος εμπορικός εταίρος και μάλιστα τόσο μπροστά από τον δεύτερο, που στο άμεσο μέλλον καμιά χώρα δεν μπορεί να την αντικαταστήσει. Ούτε η Κίνα ούτε η Ασία ολόκληρη. Αυτό που παίρνουμε από την Ευρώπη, δεν θα μπορέσουμε να το βρούμε στις ασιατικές χώρες. Και ό,τι παρέχουμε στην Ευρώπη (σ.σ. όπως φυσικό αέριο), δεν μπορούμε να το παραδίδουμε σε τέτοιες ποσότητες στις ασιατικές χώρες.Σήμερα, ωστόσο, είναι σαφές ότι υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ οικονομικών δεσμών, μακροπρόθεσμων συμφερόντων και της πολιτικής που θα πρέπει να εξασφαλίζει τη θετική εξέλιξη τους. Γι’ αυτό και πολλοί ομιλητές στο συνέδριο μίλησαν για την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ μας (Ρωσίας – ΕΕ).
Απρόβλεπτη η ΕΕ στην Κύπρο
ΕΡ: Τι πρέπει να γίνει για να ανακτηθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη;
ΑΠ: Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, η δυσπιστία ήταν το αποτέλεσμα της ιδεολογικής ασυμβατότητας, αλλά σήμερα αυτό έχει εκλείψει. Τώρα, η έλλειψη εμπιστοσύνης οφείλεται στο ότι η μια πλευρά δεν ξέρει τι θα πράξει η άλλη. Όταν δηλαδή, κάποια πλευρά λειτουργεί απρόβλεπτα. Σε αυτό το πλαίσιο, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Κύπρου.
Στην Ευρώπη άπαντες γνώριζαν πολύ καλά ότι η Ρωσία έχει τα δικά της συμφέροντα στην Κύπρο. Όταν, λοιπόν, λαμβάνονται κάποιες αποφάσεις που επιδρούν καθοριστικά στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου, είναι απολύτως σαφές ότι και στις Βρυξέλλες ήξεραν ότι θα επηρεαστούν άμεσα τα ρωσικά συμφέροντα. Έτσι, θα έπρεπε, αν όχι να διαβουλευτούν, τουλάχιστον να έχουν ενημερώσει τη Μόσχα σχετικά με το θέμα. Είναι πασιφανές ότι υπήρξαν απρόβλεπτες κινήσεις και εκπλήξεις. Η κίνηση αυτή έγινε ειδικά για να πλήξει εμάς. Όχι για να σώσει το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, ούτε για να λύσει κάποια εσωτερικά ευρωπαϊκά προβλήματα, αλλά έγινε ειδικά για να δημιουργήσει πρόβλημα στη Ρωσία. Και σε αυτή την περίπτωση, θα προσπαθήσουμε και εμείς να τους πλήξουμε. Από το ένα κακό στο άλλο, δηλαδή, με αποτέλεσμα στο τέλος, αντί να ψάχνουμε για δημιουργικές λύσεις, να αφήσουμε τη δυναμική των πραγμάτων να μας προσπεράσει.
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, οι συμμετέχοντες μίλησαν για το ότι χρειαζόμαστε ένα μόνιμο μηχανισμό διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις δύο πλευρές, και ότι πρέπει να κινηθούμε στην κατεύθυνση της ισχυροποίησης του νομικού πλαισίου. Επιπλέον, ότι είναι απαραίτητοι οι μηχανισμοί πρόληψης και διαχείρισης κρίσεων, για να προλαμβάνουμε τις υπερβολές και τις κάθε είδους παρεξηγήσεις. Δηλαδή, να δημιουργήσουμε εκείνες τις μορφές συνεργασίας που θα επιτρέψουν την καλύτερη κατανόηση μεταξύ μας. Και η καλύτερη μορφή για την επίτευξη αυτής της αλληλοκατανόησης, είναι ο διάλογος.
ΕΡ: Τι μπορεί να περιμένουμε από έναν τέτοιο διάλογο;
ΑΠ: Καταρχάς, ο διάλογος είναι πολύ αναγκαίος. Αλλά, φυσικά, δεν θα λύσει από μόνος του το πρόβλημα. Μπορεί να βάζει τους εταίρους γύρω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, στη συνέχεια όμως θα χρειαστεί οι ίδιοι να προχωρήσουν αποφασιστικά σε ουσιαστικές συνομιλίες και βήματα. Από στρατηγικής απόψεως, δεν βλέπω να υπάρχουν σοβαρά και ανυπέρβλητα προβλήματα που να εμποδίζουν τις σχέσεις Ευρώπης - Ρωσίας, που να μας ωθήσουν σε οξύνσεις και αντιπαραθέσεις. Μπορούμε όμως, να έχουμε διαφορετικές απόψεις σχετικά με την κατάσταση στη Συρία, σχετικά με το πρόβλημα της Κύπρου, κλπ. Αυτό είναι κάτι το φυσιολογικό.
Σήμερα, η κατάσταση στον κόσμο μεταβάλλεται τόσο γρήγορα και εξελίσσεται τόσο απρόβλεπτα, που δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές για τη διαχείρισή της. Είμαστε σε μια φάση αναζήτησης των αναγκαίων λύσεων και κατά τη διάρκεια της αναζήτησης, φυσικά μπορεί να υπάρξουν διαφορετικές απόψεις μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ. Τέτοιες διαφοροποιήσεις υπάρχουν ακόμα και στο εσωτερικό της ίδιας της ΕΕ, αλλά και μεταξύ συμμάχων, όπως μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Ας μην δραματοποιούμε την κατάσταση. Αντίθετα, όμως, είναι απαραίτητο να βρεθεί αλληλοκατανόηση, ακόμη και για θέματα στα οποία υπάρχουν σήμερα προσωρινές διαφορές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου